Greek Meaning of cascaded
κλιμακωτός
Other Greek words related to κλιμακωτός
- χύθηκε
- εκδόθηκε
- χύθηκε
- τρέχω
- κυλήθηκε
- βιαστικός
- μεθυσμένος
- έφτυσε
- πιτσιλισμένος
- ξεπηδούσε
- εκτοξεύτηκε
- ψέκασε
- ροής
- σφύριξε
- πλυμένο
- κατακλύζω
- πνιγμένος
- καταπιεί
- πλημμυρισμένος
- κοκκινισμένος
- πλημμυρισμένος
- αεριώθηση
- υπερχειλισμένος
- Υπερφορτωμένος
- σφηνωμένος
- τρέχω
- εκπλύθηκε
- βυθισμένος
- αυξήθηκε
- βυθισμένος
- πρησμένος
- κρήνη
- βυθισμένος
Nearest Words of cascaded
Definitions and Meaning of cascaded in English
cascaded
a fall of material (such as lace) that hangs in a zigzag line and that is used especially in clothing and draperies, something arranged or occurring in a series or in a succession of stages so that each stage derives from or acts upon the product of the preceding, to cause to fall like a cascade, a steep usually small fall of water, a molecular, biochemical, or physiological process occurring in a succession of stages each of which is closely related to or depends on the output of the previous stage, to connect in a cascade arrangement, something falling or rushing forth in quantity, one of a series, to fall, pour, or rush in or as if in a cascade, a steep usually small waterfall, to fall in or as if in a cascade
FAQs About the word cascaded
κλιμακωτός
a fall of material (such as lace) that hangs in a zigzag line and that is used especially in clothing and draperies, something arranged or occurring in a series
χύθηκε,εκδόθηκε,χύθηκε,τρέχω,κυλήθηκε,βιαστικός,μεθυσμένος,έφτυσε,πιτσιλισμένος,ξεπηδούσε
έσταξε,έπεσε,πασπαλισμένο,στάζει,αιμορραγία,ντρίμπλαρε,διαρρευμένος,διείσδυσε,πιτσιλισμένος,τεταμένος
Casanovas => Καζανόβας, carves => σκαλίζει, carved (out) => σκαλιστό (από), carve (out) => σκαλίζω (έξω), carts => καροτσάκια,