Greek Meaning of swooshed
σφύριξε
Other Greek words related to σφύριξε
- χύθηκε
- βιαστικός
- πλημμυρισμένος
- κοκκινισμένος
- χύθηκε
- αεριώθηση
- τρέχω
- κυλήθηκε
- τρέχω
- έφτυσε
- πιτσιλισμένος
- ξεπηδούσε
- εκτοξεύτηκε
- ψέκασε
- ροής
- πλυμένο
- κλιμακωτός
- κατακλύζω
- πνιγμένος
- καταπιεί
- κρήνη
- πλημμυρισμένος
- εκδόθηκε
- υπερχειλισμένος
- Υπερφορτωμένος
- σφηνωμένος
- μεθυσμένος
- εκπλύθηκε
- βυθισμένος
- αυξήθηκε
- βυθισμένος
- πρησμένος
Nearest Words of swooshed
Definitions and Meaning of swooshed in English
swooshed
gush, swirl, to make or move with a rushing sound, an act or instance of swooshing, to discharge or transport with a rushing sound
FAQs About the word swooshed
σφύριξε
gush, swirl, to make or move with a rushing sound, an act or instance of swooshing, to discharge or transport with a rushing sound
χύθηκε,βιαστικός,πλημμυρισμένος,κοκκινισμένος,χύθηκε,αεριώθηση,τρέχω,κυλήθηκε,τρέχω,έφτυσε
έσταξε,έπεσε,πασπαλισμένο,στάζει,αιμορραγία,ντρίμπλαρε,εξέπεμπε,διαρρευμένος,εξερχόταν,διείσδυσε
swoons => λιποθυμίες, swooned => λιποθύμησε, swivelling => περιστρεφόμενος, swivelled => περιστρέψει, swiveling => περιστρεφόμενο,