Greek Meaning of carved (out)

σκαλιστό (από)

Other Greek words related to σκαλιστό (από)

Definitions and Meaning of carved (out) in English

carved (out)

No definition found for this word.

FAQs About the word carved (out)

σκαλιστό (από)

παρήγαγε,κατασκευασμένο,δημιούργησε,ανεπτυγμένη,σφυρηλατημένος,έδαφος (εκτός),σφυρηλατημένο,ξυλοκοπημένος (έξω),εκνευρισμένος,επιτεύχθηκε

κατεδαφισμένο,κατεστραμμένος,αποσυναρμολογημένο,κατεδαφισμένος,κατέδαφισε,κατεστραμμένος,βυθισμένο,ανέτρεψε,μη κατασκευασμένος

carve (out) => σκαλίζω (έξω), carts => καροτσάκια, cartridges => κασέτες, cartoons => κινουμενα σχεδια, cartooning => κινουμενα σχεδια,