Greek Meaning of cranked out

παρήχθη

Other Greek words related to παρήχθη

Definitions and Meaning of cranked out in English

cranked out

to produce especially in a mechanical manner

FAQs About the word cranked out

παρήχθη

to produce especially in a mechanical manner

σκαλιστό (από),παρήγαγαν μαζικά,δημιούργησε,έδαφος (εκτός),σφυρηλατημένο,ξυλοκοπημένος (έξω),αποδείχτηκε,δούλεψε,εκνευρισμένος,επιτευχθείς

κατεδαφισμένο,κατεστραμμένος,αποσυναρμολογημένο,κατεδαφισμένος,κατέδαφισε,κατεστραμμένος,βυθισμένο,ανέτρεψε,μη κατασκευασμένος

cranked (up) => τοποθετημένος (πάνω), cranked => στρεπτό, crank (up) => μανιβέλα (πάνω), craniums => Κρανία, craning => γερανός,