Greek Meaning of modeled

μοντελοποιημένο

Other Greek words related to μοντελοποιημένο

Definitions and Meaning of modeled in English

Wordnet

modeled (s)

resembling sculpture

Webster

modeled (imp. & p. p.)

of Model

FAQs About the word modeled

μοντελοποιημένο

resembling sculptureof Model

εγκλιματισμένος,καταλύματα,προσαρμοσμένος,προσαρμοσμένο,εξαρτημένος από κάποιον όρο,<br> επεξεργασμένο<br>,καθιερωμένος,διαμορφωμένο,κατάλληλο,προσαρμοσμένο

Άσχημα προσαρμοσμένο

model t => Μοντέλο T, model => μοντέλο, mode => λειτουργία, modally => με τρόπο πιθανό, modality => Μοδικότητα,