Greek Meaning of readjusted
Αναπροσαρμοσμένο
Other Greek words related to Αναπροσαρμοσμένο
- εγκλιματισμένος
- προσαρμοσμένος
- προσαρμοσμένο
- διαμορφωμένος
- Εξατομικευμένο
- εγκλιματισμένος
- καταλύματα
- συντονισμένος
- εξαρτημένος από κάποιον όρο
- διορθωμένο
- παραποιημένο
- <br> επεξεργασμένο<br>
- Εξοπλισμένος
- καθιερωμένος
- διαμορφωμένο
- κατάλληλο
- προσαρμοσμένο
- Ενσύρματο
- εναρμονισμένος
- ταιριαστό
- μοντελοποιημένο
- μοντελοποιημένο
- προσανατολισμένος
- Πρότυπο
- βάζω
- ριζωμένος
- στο τετράγωνο
- κατάλληλος
- συντονισμένος
- σύμφωνος
- Προσαρμοσμένο
- Προσαρμοσμένος
- συνηθισμένος
- γνωστός
- τροποποιημένο
- εξοικειωμένος
- συνήθης
- σκληρυμένο
- συνηθισμένος
- τροποποιημένο
- προσανατολισμένος
- προετοιμασμένος
- ασταρωμένο
- ανακατασκευάζω
- ανακτημένο
- προβλεπόμενος
- ξαναφτιάχτηκε
- αναθεωρημένο
- έμπειρος
- εγκαταστημένος
- σκληρυμένο
- μεταμορφωμένος
- μετατραπεί
- ξαναφτιαγμένο
- ανακυκλωμένο
- επανασχεδιάζω
- ανακατασκευασμένο
- ξαναέκανε
- μηχανική ανακατασκευή
- αναδιαμορφωμένο
- αναδιαμορφωμένος
- Ανακαινισμένο
- εστίασε ξανά
- επανεφεύρεση
- αναδιαρθρωμένο
- ανακαινισμένο
- ανανεωμένο
- επανεξετασμένο
Nearest Words of readjusted
- readings => μετρήσεις
- reading the riot act (to) => διαβάζω τον κατάλογο ταραχών (σε κάποιον)
- reading out => ανάγνωση δυνατά
- readies => ετοιμάζει
- readied => έτοιμος
- readapting => επαναπροσαρμογή
- readapted => Προσαρμοσμένος
- readaptation => επανεκπαίδευση
- readableness => Αναγνωσιμότητα
- read the riot act (to) => επιπλήττω
Definitions and Meaning of readjusted in English
readjusted
to adjust (something or oneself) again, to adjust again, to voluntarily reorganize (a corporation), to become readjusted, to become adjusted or undergo adjustment again
FAQs About the word readjusted
Αναπροσαρμοσμένο
to adjust (something or oneself) again, to adjust again, to voluntarily reorganize (a corporation), to become readjusted, to become adjusted or undergo adjustme
εγκλιματισμένος,προσαρμοσμένος,προσαρμοσμένο,διαμορφωμένος,Εξατομικευμένο,εγκλιματισμένος,καταλύματα,συντονισμένος,εξαρτημένος από κάποιον όρο,διορθωμένο
Άσχημα προσαρμοσμένο
readings => μετρήσεις, reading the riot act (to) => διαβάζω τον κατάλογο ταραχών (σε κάποιον), reading out => ανάγνωση δυνατά, readies => ετοιμάζει, readied => έτοιμος,