Greek Meaning of reaffirmed
επανέλαβε
Other Greek words related to επανέλαβε
- επιβεβαιωμένος
- συντηρημένο
- υποτιθέμενος
- ανακοινώθηκε
- ισχυρίστηκε
- διεβεβαίωσε
- δήλωσε
- διεκδίκησε
- επιβεβαιωμένο
- αμφισβητούμενο
- Δηλωθεί
- υπερασπίστηκε
- επέμεινε
- διακήρυξε
- επαγγελματικός
- διαμαρτυρηθεί
- επαναβεβαιωμένος
- εγγυήθηκε
- ομολογημένος
- μετάδοση
- μεταδιδόμενο
- δικαιολογημένη
- επέμεινε
- εκλογικευμένο
- αιτιολογημένος
- υποστηριζόμενος
- διατήρησε
- Δικαίωσε
- εγγυημένος
Nearest Words of reaffirmed
Definitions and Meaning of reaffirmed in English
reaffirmed
to affirm (something) again especially so as to strengthen or confirm, to affirm again, to agree to the payment of (a dischargeable debt) with a creditor prior to the discharge of debts in bankruptcy
FAQs About the word reaffirmed
επανέλαβε
to affirm (something) again especially so as to strengthen or confirm, to affirm again, to agree to the payment of (a dischargeable debt) with a creditor prior
επιβεβαιωμένος,συντηρημένο,υποτιθέμενος,ανακοινώθηκε,ισχυρίστηκε,διεβεβαίωσε,δήλωσε,διεκδίκησε,επιβεβαιωμένο,αμφισβητούμενο
εγκαταλελειμμένος,εξετάζω,απαρνήθηκε,αποκήρυξε,αποκηρυγμένος,αμφισβητούμενο,αρνημένο,αμφισβητήθηκε,απορριπτόμενος,αποποιημένο
reads => διαβάζει, readjusting => αναπροσαρμογή, readjusted => Αναπροσαρμοσμένο, readings => μετρήσεις, reading the riot act (to) => διαβάζω τον κατάλογο ταραχών (σε κάποιον),