FAQs About the word persevered

επέμεινε

of Persevere

επέμενε,συνέχισε,σκάψιμο,την έκοψε στα δύο,Άντεξε,κρεμασμένος,διατηρήθηκε

καμπύλος,παραιτήθηκε,Καταρρίφθηκε,παραιτούμαι,άφησε,υποβληθεί,υπέκυψε,παραδόθηκε,ενέδωσε,δίστασε

persevere => επιμένω, perseveration => επιμονή, perseverate => επιμένω, perseverant => επιμoνής, perseverance => επιμονή,