Greek Meaning of crashed (into)

έπεσε (σε)

Other Greek words related to έπεσε (σε)

Definitions and Meaning of crashed (into) in English

crashed (into)

No definition found for this word.

FAQs About the word crashed (into)

έπεσε (σε)

συγκρούστηκε (με),χαιρετώ,Τυχαίνω, πέφτω πάνω σε,έπεσε,προσέγγισε,αντιμέτωπος,διασταυρωμένα,σταυρωμένος,αντιμέτωπος,Συνέβη (σε)

Απέφευξε,δραπέτευσε,αποφεύγω,σοκαρισμένος,σκύβω,απέφυγε,απέφευξα,αποφύγω

crashed => συνετρίβη, crash (into) => (συντριβή(σε)), crapola => σκατά, crannies => σχισμές, cranks => μανιβέλες,