Greek Meaning of collided (with)
συγκρούστηκε (με)
Other Greek words related to συγκρούστηκε (με)
Nearest Words of collided (with)
Definitions and Meaning of collided (with) in English
collided (with)
No definition found for this word.
FAQs About the word collided (with)
συγκρούστηκε (με)
έπεσε (σε),χαιρετώ,Συνέβη (σε),φωτισμένος (πάνω),έπεσε,προσέγγισε,αντιμέτωπος,διασταυρωμένα,σταυρωμένος,αντιμέτωπος
Απέφευξε,δραπέτευσε,αποφεύγω,σοκαρισμένος,αποφύγω,σκύβω,απέφυγε,απέφευξα
collided => συγκρούστηκε, collide (with) => Προσκρούω (επάνω σε), collegiality => συναδελφικότητα, colleges => πανεπιστήμια, colleens => κορίτσια,