Greek Meaning of colliding (with)

συγκρουόμενο (με)

Other Greek words related to συγκρουόμενο (με)

Definitions and Meaning of colliding (with) in English

colliding (with)

No definition found for this word.

FAQs About the word colliding (with)

συγκρουόμενο (με)

συντριβή (σε),αντιπαράθεση,διασταυρούμενη,διασταύρωση,απέναντι,χαιρετισμός,συμβαίνει (στο),κτύπημα (πάνω),φωτισμός (σε),χαιρετώντας

αποφυγή,αποδραπέτητος,αποφευκτικός,Τρέμουλο,Αποφυγή,Κάμπτω,εύπλαστος,αποφυγή

colliding => σύγκρουση, collides => συγκρούεται, collided (with) => συγκρούστηκε (με), collided => συγκρούστηκε, collide (with) => Προσκρούω (επάνω σε),