Greek Meaning of accosting

πλησιάζοντας

Other Greek words related to πλησιάζοντας

Definitions and Meaning of accosting in English

Webster

accosting (p. pr. & vb. n.)

of Accost

FAQs About the word accosting

πλησιάζοντας

of Accost

προσεγγίζοντας,αντιπαράθεση,προσβλητικός,θηλασμός,καμπή,Τολμηρός,αψηφώντας,αντιμετωπίζοντας,απέναντι,απάτη

αποφυγή,αποδραπέτητος,αποφεύγοντας,αποφευκτικός,Τρέμουλο,αποφυγή,Αποφυγή,εύπλαστος,Κάμπτω,τέλεια

accosted => προσέγγισε, accostable => προσιτός, accost => προσέγγιση, accorporate => Accorporate, accordment => συμφωνία,