Greek Meaning of squaring (off)
εξόφληση
Other Greek words related to εξόφληση
Nearest Words of squaring (off)
Definitions and Meaning of squaring (off) in English
squaring (off)
to take a fighting stance, fight
FAQs About the word squaring (off)
εξόφληση
to take a fighting stance, fight
Καταπολέμηση,(με) αντιμαχόμενος,αντίθετος,πλησιάζοντας,προσεγγίζοντας,πολεμώντας,καταπολέμηση,καμπή,αντιμέτωπος,μάχη
αποφυγή,Αποφυγή,Κάμπτω,αποφεύγοντας,Τρέμουλο,αποφυγή,αποφυγή,παρακάμπτοντας,εύπλαστος,αποδραπέτητος
squaring => τετραγωνισμός, squares => τετράγωνα, square-riggers => Πλήρη ιστιοφορία, squared (off) => τετραγωνισμένο (εκτός), square ones => τετράγωνα,