Greek Meaning of cranked (up)

τοποθετημένος (πάνω)

Other Greek words related to τοποθετημένος (πάνω)

Definitions and Meaning of cranked (up) in English

cranked (up)

No definition found for this word.

FAQs About the word cranked (up)

τοποθετημένος (πάνω)

ενεργοποιημένο,οδήγησε,ξεκινώ,πυροδότησε,ενεργοποιημένο,ενεργοποιημένος,φορτισμένος,τροφοδοτημένο,παραχθεί,Αναμμένο

κόβω,αποκόβω,κόβω,σκότωσα,απενεργοποιώ,απενεργοποιημένο,συλληφθείς,επιλεγμένο,διακοπεί,μαρμελάδα

cranked => στρεπτό, crank (up) => μανιβέλα (πάνω), craniums => Κρανία, craning => γερανός, crania => Κρανίο,