Greek Meaning of cranked (up)
τοποθετημένος (πάνω)
Other Greek words related to τοποθετημένος (πάνω)
- ενεργοποιημένο
- οδήγησε
- ξεκινώ
- πυροδότησε
- ενεργοποιημένο
- ενεργοποιημένος
- φορτισμένος
- τροφοδοτημένο
- παραχθεί
- Αναμμένο
- μετακινηθήκαμε
- Τροφοδοτούμενος
- προκάλεσε
- τρέχω
- τρέχω
- τροφοδοτούμενος
- έσπρωξε
- ξεκίνησε
- πυροδότησε
- αναμμένο
- επιταχυνόμενος
- διεγερμένος
- εκφορτισμένος
- Ηλεκτροφορτισμένο
- ενεργοποιημένος
- ενθουσιασμένος
- απολυμένος
- παρακίνησε
- υποκίνησε
- ξεκίνησε
- επιταχύνεται
- κυκλοφόρησε
- διεγερμένος
- αναδευμένο
- σκόνταψε
- αναζωογονημένο
- καταλυμένος
- κλώτσησα
- ενεργοποιημένος ξανά
- επαναφορτιζόμενος
- (επιτάχυνε)
- επιταχύνεται (προς τα πάνω)
- Τονισμένος
- εναλλασσόμενος
- αναποδογυρισμένος
Nearest Words of cranked (up)
Definitions and Meaning of cranked (up) in English
cranked (up)
No definition found for this word.
FAQs About the word cranked (up)
τοποθετημένος (πάνω)
ενεργοποιημένο,οδήγησε,ξεκινώ,πυροδότησε,ενεργοποιημένο,ενεργοποιημένος,φορτισμένος,τροφοδοτημένο,παραχθεί,Αναμμένο
κόβω,αποκόβω,κόβω,σκότωσα,απενεργοποιώ,απενεργοποιημένο,συλληφθείς,επιλεγμένο,διακοπεί,μαρμελάδα
cranked => στρεπτό, crank (up) => μανιβέλα (πάνω), craniums => Κρανία, craning => γερανός, crania => Κρανίο,