Greek Meaning of slowed
επιβράδυνε
Other Greek words related to επιβράδυνε
- ανασταλμένος
- σταμάτησε
- φρενάρισμα
- επιβραδύνθηκε
- διακοπεί
- εμπόδισε
- παρεμποδισμένος
- παρεμποδισμένο
- εμπόδισαν
- συγκρατημένος
- χαλάρωσε
- συγκρατημένος
- συλληφθείς
- μπερδεμένος
- επιλεγμένο
- περιορισμένος
- Επιβαρυμένος
- αποτυγχάνω
- απογοητευμένος
- Ανάπηροι
- κουτσός
- χαλιναγωγημένο
- οπισθοχώρηση
- ματαιωμένος
- Δεσμευμένος
- Στενόχωρο
- ανασταλμένος
- σαμποτάρει
Nearest Words of slowed
Definitions and Meaning of slowed in English
slowed (imp. & p. p.)
of Slow
FAQs About the word slowed
επιβράδυνε
of Slow
ανασταλμένος,σταμάτησε,φρενάρισμα,επιβραδύνθηκε,διακοπεί,εμπόδισε,παρεμποδισμένος,παρεμποδισμένο,εμπόδισαν,συγκρατημένος
επιταχυνόμενος,ενθάρρυνε,επιτάχυνε,σπεύδω,επιταχύνεται,βιαστικός,πρότρεψε,έσπρωξε,προηγμένος,βοήθησε
slowdown => επιβράδυνση, slowcoach => αργός, slowback => επιβράδυνση, slow virus => Αργός ιός, slow up => Επιβραδύνω,