Greek Meaning of deactivated

απενεργοποιημένο

Other Greek words related to απενεργοποιημένο

Definitions and Meaning of deactivated in English

deactivated

to make inactive or ineffective, to deprive of chemical activity

FAQs About the word deactivated

απενεργοποιημένο

to make inactive or ineffective, to deprive of chemical activity

ακινητοποιημένο,αναποτελεσματικός,αναποτελεσματικός,μη παραγωγικός,μη παραγωγικός,Άχρηστο,ανέφικτος,άχρηστος,σπασμένο,ανεγχείρητος

Λειτουργικός,λειτουργικός,λειτουργική,επιχειρησιακό,λειτουργικός,λειτουργική,αποτελεσματικός,λειτουργικός,ενεργός,παραγωγική

deacons => διάκονοι, deaconesses => διακόνισσες, de minimis => de minimis, dazes => ζαλίζει, day-trading => Ημερήσιες συναλλαγές,