Greek Meaning of deadlocked
ακινητοποιημένο
Other Greek words related to ακινητοποιημένο
Nearest Words of deadlocked
Definitions and Meaning of deadlocked in English
deadlocked (s)
at a complete standstill because of opposition of two unrelenting forces or factions
FAQs About the word deadlocked
ακινητοποιημένο
at a complete standstill because of opposition of two unrelenting forces or factions
απενεργοποιημένο,αναποτελεσματικός,αναποτελεσματικός,μη παραγωγικός,μη παραγωγικός,Άχρηστο,ανέφικτος,άχρηστος,σπασμένο,ανεγχείρητος
Λειτουργικός,λειτουργικός,λειτουργική,επιχειρησιακό,λειτουργικός,λειτουργική,αποτελεσματικός,λειτουργικός,ενεργός,παραγωγική
deadlock => αδιέξοδο, deadliness => θνησιμότητα, deadline => προθεσμία, deadlihood => θανατηφόρος, deadlight => Σταθερό παράθυρο,