Greek Meaning of malfunctioning

Δυσλειτουργικό

Other Greek words related to Δυσλειτουργικό

Definitions and Meaning of malfunctioning in English

Wordnet

malfunctioning (a)

not performing or able to perform its regular function

FAQs About the word malfunctioning

Δυσλειτουργικό

not performing or able to perform its regular function

σπασμένο,κάτω,ανεγχείρητος,ανενεργός,μη λειτουργικός,Μη λειτουργικό,καπούτ,καππούτ,μη λειτουργικός,απενεργοποιημένος

Λειτουργικός,λειτουργικός,λειτουργική,επιχειρησιακό,λειτουργικός,λειτουργική,αποτελεσματικός,λειτουργικός,ενεργός,παραγωγική

malfunction => δυσλειτουργία, malformed => παραμορφωμένος, malformation => Δυσπλασία, malfeasant => κακόβουλος, malfeasance => κακοδιαχείριση,