Greek Meaning of operant
ενεργός
Other Greek words related to ενεργός
Nearest Words of operant
- operant conditioning => εργαλειακή μάθηση
- operate => λειτουργώ
- operate on => χειρουργώ
- operated => λειτουργεί
- operatic => οπερατικός
- operatic star => Αστέρας της όπερας
- operatical => οπερατικός
- operating => λειτουργική
- operating budget => προϋπολογισμός λειτουργίας
- operating capability => Λειτουργική ικανότητα
Definitions and Meaning of operant in English
operant (s)
having influence or producing an effect
operant (a.)
Operative.
operant (n.)
An operative person or thing.
FAQs About the word operant
ενεργός
having influence or producing an effectOperative., An operative person or thing.
αποτελεσματικός,πρόσφορο,αποτελεσματικός,αποδοτικός,πρόσφορος,επωφελής,επιτυχής,εξαιρετικά αποδοτικό,χρησιμοποιώντας,χρήσιμος
αντενδεδειγμένος,αναποτελεσματικός,αναποτελεσματικός,αναποτελεσματικός,απρεπής,αποβολέα,απερίσκεπτος,άκαρπος,ανώφελο,Παράλυτος
operand => τελεστέος, operancy => αποτελεσματικότητα, operance => επέχειν, operameter => επιχειρησιακό μέτρο, operagoer => φανατικός της όπερας,