Greek Meaning of operating capability
Λειτουργική ικανότητα
Other Greek words related to Λειτουργική ικανότητα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of operating capability
- operating capital => Λειτουργικό κεφάλαιο
- operating cost => Λειτουργικό κόστος
- operating expense => Λειτουργικά έξοδα
- operating instructions => Οδηγίες χρήσης
- operating microscope => Χειρουργικό μικροσκόπιο
- operating procedure => Λειτουργική διαδικασία
- operating room => χειρουργείο
- operating statement => Λογαριασμός αποτελεσμάτων
- operating surgeon => Χειρουργός χειρουργείου
- operating system => Λειτουργικό σύστημα
Definitions and Meaning of operating capability in English
operating capability (n)
the capability of a technological system to perform as intended
FAQs About the word operating capability
Λειτουργική ικανότητα
the capability of a technological system to perform as intended
No synonyms found.
No antonyms found.
operating budget => προϋπολογισμός λειτουργίας, operating => λειτουργική, operatical => οπερατικός, operatic star => Αστέρας της όπερας, operatic => οπερατικός,