Greek Meaning of operational

επιχειρησιακό

Other Greek words related to επιχειρησιακό

Definitions and Meaning of operational in English

Wordnet

operational (a)

pertaining to a process or series of actions for achieving a result

(military) of or intended for or involved in military operations

Wordnet

operational (s)

fit or ready for use or service

being in effect or operation

FAQs About the word operational

επιχειρησιακό

pertaining to a process or series of actions for achieving a result, fit or ready for use or service, (military) of or intended for or involved in military oper

λειτουργικός,λειτουργική,λειτουργικός,ενεργός,Λειτουργικός,πηγαίνω,ισχύει,σε,ζωντανά,λειτουργικός

σπασμένο,νεκρός,αδρανής,αναποτελεσματικός,ανενεργός,μη λειτουργικός,εκτός λειτουργίας,άχρηστος,Μη λειτουργικό,μη λειτουργικός

operation desert storm => Επιχείρηση Καταιγίδα της Ερήμου, operation code => Κωδικός εργασίας, operation => λειτουργία, operating theatre => Χειρουργείο, operating theater => Χειρουργείο,