Greek Meaning of operationally
Λειτουργικά
Other Greek words related to Λειτουργικά
- λειτουργικός
- λειτουργική
- λειτουργικός
- ενεργός
- Λειτουργικός
- πηγαίνω
- ισχύει
- σε
- ζωντανά
- λειτουργικός
- τρέξιμο
- λειτουργική
- ζωντανός
- απασχολημένος
- δυναμικός
- αποτελεσματικός
- πρόσφορο
- εργοδοτήσιμος
- ακμάζων
- εν κίνησει
- ζωντανό
- αποδίδει
- παραγωγικός
- σερβίρισμα
- χρηστικό
- χρηστικό
- χρήσιμος
- βιώσιμος
- εφικτό
- σε λειτουργία
- σε λειτουργία
- online
- παραγωγική
- σπασμένο
- νεκρός
- αδρανής
- αναποτελεσματικός
- ανενεργός
- μη λειτουργικός
- εκτός λειτουργίας
- άχρηστος
- Μη λειτουργικό
- μη λειτουργικός
- μη χειρουργικός
- συλληφθείς
- αδρανής
- αδρανής
- αναποτελεσματικός
- ανεγχείρητος
- καπούτ
- λανθάνων
- Άχρηστο
- ανέφικτος
- απενεργοποιημένο
- απόσυρση
- καππούτ
- Μη ενεργοποιημένο
- κοιμισμένος
- χέρσος
- αδρανής
- άψυχο
- μη παραγωγικός
- αδρανής
- νυσταγμένος
- μη παραγωγικός
Nearest Words of operationally
- operationalist => λειτουργικός
- operationalism => Επιχειρησιακότητα
- operational damage => Επιχειρησιακή ζημιά
- operational cell => Επιχειρησιακό κελί
- operational casualty => επιχειρησιακή απώλεια
- operational => επιχειρησιακό
- operation desert storm => Επιχείρηση Καταιγίδα της Ερήμου
- operation code => Κωδικός εργασίας
- operation => λειτουργία
- operating theatre => Χειρουργείο
- operations => λειτουργίες
- operations research => έρευνα υλοποιήσεων
- operative => λειτουργικός
- operative field => Τομέας χειρουργικής επέμβασης
- operatively => εν λειτουργία
- operator => τελεστής
- operator gene => Γονίδιο χειριστή
- operatory => χειρουργείο
- opercle => βραγχιακό κάλυμμα
- opercula => οπερκούλια
Definitions and Meaning of operationally in English
operationally (r)
in respect to operation
FAQs About the word operationally
Λειτουργικά
in respect to operation
λειτουργικός,λειτουργική,λειτουργικός,ενεργός,Λειτουργικός,πηγαίνω,ισχύει,σε,ζωντανά,λειτουργικός
σπασμένο,νεκρός,αδρανής,αναποτελεσματικός,ανενεργός,μη λειτουργικός,εκτός λειτουργίας,άχρηστος,Μη λειτουργικό,μη λειτουργικός
operationalist => λειτουργικός, operationalism => Επιχειρησιακότητα, operational damage => Επιχειρησιακή ζημιά, operational cell => Επιχειρησιακό κελί, operational casualty => επιχειρησιακή απώλεια,