Greek Meaning of operationally

Λειτουργικά

Other Greek words related to Λειτουργικά

Definitions and Meaning of operationally in English

Wordnet

operationally (r)

in respect to operation

FAQs About the word operationally

Λειτουργικά

in respect to operation

λειτουργικός,λειτουργική,λειτουργικός,ενεργός,Λειτουργικός,πηγαίνω,ισχύει,σε,ζωντανά,λειτουργικός

σπασμένο,νεκρός,αδρανής,αναποτελεσματικός,ανενεργός,μη λειτουργικός,εκτός λειτουργίας,άχρηστος,Μη λειτουργικό,μη λειτουργικός

operationalist => λειτουργικός, operationalism => Επιχειρησιακότητα, operational damage => Επιχειρησιακή ζημιά, operational cell => Επιχειρησιακό κελί, operational casualty => επιχειρησιακή απώλεια,