Greek Meaning of operatively

εν λειτουργία

Other Greek words related to εν λειτουργία

Definitions and Meaning of operatively in English

Wordnet

operatively (r)

in a manner to produce an effect

Webster

operatively (adv.)

In an operative manner.

FAQs About the word operatively

εν λειτουργία

in a manner to produce an effectIn an operative manner.

πράκτορας,κατάσκοπος,περιουσιακό στοιχείο,απεσταλμένος,Πληροφοριοδότης,σπίλος,Μυστικός πράκτορας,φάντασμα,μυστικός,μυστικός πράκτορας

σπασμένο,νεκρός,αδρανής,ανενεργός,μη λειτουργικός,Μη λειτουργικό,εκτός λειτουργίας,μη χειρουργικός,συλληφθείς,απενεργοποιημένο

operative field => Τομέας χειρουργικής επέμβασης, operative => λειτουργικός, operations research => έρευνα υλοποιήσεων, operations => λειτουργίες, operationally => Λειτουργικά,