Greek Meaning of operatively
εν λειτουργία
Other Greek words related to εν λειτουργία
- σπασμένο
- νεκρός
- αδρανής
- ανενεργός
- μη λειτουργικός
- Μη λειτουργικό
- εκτός λειτουργίας
- μη χειρουργικός
- συλληφθείς
- απενεργοποιημένο
- απόσυρση
- αδρανής
- αναποτελεσματικός
- αναποτελεσματικός
- ανεγχείρητος
- καπούτ
- καππούτ
- λανθάνων
- Μη ενεργοποιημένο
- μη λειτουργικός
- Άχρηστο
- ανέφικτος
- άχρηστος
- κοιμισμένος
- αδρανής
- χέρσος
- αδρανής
- άψυχο
- μη παραγωγικός
- αδρανής
- νυσταγμένος
- μη παραγωγικός
Nearest Words of operatively
- operative field => Τομέας χειρουργικής επέμβασης
- operative => λειτουργικός
- operations research => έρευνα υλοποιήσεων
- operations => λειτουργίες
- operationally => Λειτουργικά
- operationalist => λειτουργικός
- operationalism => Επιχειρησιακότητα
- operational damage => Επιχειρησιακή ζημιά
- operational cell => Επιχειρησιακό κελί
- operational casualty => επιχειρησιακή απώλεια
Definitions and Meaning of operatively in English
operatively (r)
in a manner to produce an effect
operatively (adv.)
In an operative manner.
FAQs About the word operatively
εν λειτουργία
in a manner to produce an effectIn an operative manner.
πράκτορας,κατάσκοπος,περιουσιακό στοιχείο,απεσταλμένος,Πληροφοριοδότης,σπίλος,Μυστικός πράκτορας,φάντασμα,μυστικός,μυστικός πράκτορας
σπασμένο,νεκρός,αδρανής,ανενεργός,μη λειτουργικός,Μη λειτουργικό,εκτός λειτουργίας,μη χειρουργικός,συλληφθείς,απενεργοποιημένο
operative field => Τομέας χειρουργικής επέμβασης, operative => λειτουργικός, operations research => έρευνα υλοποιήσεων, operations => λειτουργίες, operationally => Λειτουργικά,