Greek Meaning of operations
λειτουργίες
Other Greek words related to λειτουργίες
Nearest Words of operations
- operationally => Λειτουργικά
- operationalist => λειτουργικός
- operationalism => Επιχειρησιακότητα
- operational damage => Επιχειρησιακή ζημιά
- operational cell => Επιχειρησιακό κελί
- operational casualty => επιχειρησιακή απώλεια
- operational => επιχειρησιακό
- operation desert storm => Επιχείρηση Καταιγίδα της Ερήμου
- operation code => Κωδικός εργασίας
- operation => λειτουργία
- operations research => έρευνα υλοποιήσεων
- operative => λειτουργικός
- operative field => Τομέας χειρουργικής επέμβασης
- operatively => εν λειτουργία
- operator => τελεστής
- operator gene => Γονίδιο χειριστή
- operatory => χειρουργείο
- opercle => βραγχιακό κάλυμμα
- opercula => οπερκούλια
- opercular => επιπερκυλιακός
Definitions and Meaning of operations in English
operations (n)
financial transactions at a brokerage; having to do with the execution of trades and keeping customer records
FAQs About the word operations
λειτουργίες
financial transactions at a brokerage; having to do with the execution of trades and keeping customer records
αναθέσεις,καθήκοντα,θέσεων εργασίας,αποστολές,ενημερωτικά δελτία,Επιχειρήσεις,χρεώσεις,Λεπτομέρειες,υποχρεώσεις,γραφεία
ασθένειες,μη χρήσεις
operationally => Λειτουργικά, operationalist => λειτουργικός, operationalism => Επιχειρησιακότητα, operational damage => Επιχειρησιακή ζημιά, operational cell => Επιχειρησιακό κελί,