Greek Meaning of day-traded
ημερήσιας διαπραγμάτευσης
Other Greek words related to ημερήσιας διαπραγμάτευσης
- γωνιασμένος
- διανεμημένος
- απορροφημένος
- περιφραγμένο
- επενδύσει
- εμπορευματοποιημένα
- μονοπωλημένο
- αγορασμένη
- Παρεμπορίου
- πωλημένος
- εικάζεται
- δοθείς
- πωλήθηκαν με λιγότερα
- δημοπρατημένος
- μαϊμού
- αγορασμένο
- ανταλλάχθηκε
- δίκαιο εμπόριο
- εμπόριο αλόγων
- πωλούσε
- παραλαβή
- πουλήθηκε ξανά
- Λιανική πώληση
- ανταλλάχθηκε
- πουλήθηκε
- χονδρική
- Διαπραγματεύομαι
- ανταλλάχθηκε
- ασχολήθηκα
- εμπορευματοποιημένο
- εμπορευματοποιημένο
- διαπραγματευμένος
- ξαναγόρασε
- πήρε
- εμπορεύεται
- Εμπορευθεί
- συναλλαγμένη
Nearest Words of day-traded
Definitions and Meaning of day-traded in English
day-traded
a speculator who seeks profit from the intraday fluctuation in the price of a security or commodity by completing double trades of buying and selling or selling and covering during a single session of the market
FAQs About the word day-traded
ημερήσιας διαπραγμάτευσης
a speculator who seeks profit from the intraday fluctuation in the price of a security or commodity by completing double trades of buying and selling or selling
γωνιασμένος,διανεμημένος,απορροφημένος,περιφραγμένο,επενδύσει,εμπορευματοποιημένα,μονοπωλημένο,αγορασμένη,Παρεμπορίου,πωλημένος
μελαμψός,μποϊκοταρισμένος,μαυροπινακισμένος
day-trade => Ενδοημερήσιου εμπορίου, daytimes => ημέρες, daylights => φως της ημέρας, daydreams => Ονειροπολήσεις, daydreamlike => ονειρικός,