Greek Meaning of day-traded

ημερήσιας διαπραγμάτευσης

Other Greek words related to ημερήσιας διαπραγμάτευσης

Definitions and Meaning of day-traded in English

day-traded

a speculator who seeks profit from the intraday fluctuation in the price of a security or commodity by completing double trades of buying and selling or selling and covering during a single session of the market

FAQs About the word day-traded

ημερήσιας διαπραγμάτευσης

a speculator who seeks profit from the intraday fluctuation in the price of a security or commodity by completing double trades of buying and selling or selling

γωνιασμένος,διανεμημένος,απορροφημένος,περιφραγμένο,επενδύσει,εμπορευματοποιημένα,μονοπωλημένο,αγορασμένη,Παρεμπορίου,πωλημένος

μελαμψός,μποϊκοταρισμένος,μαυροπινακισμένος

day-trade => Ενδοημερήσιου εμπορίου, daytimes => ημέρες, daylights => φως της ημέρας, daydreams => Ονειροπολήσεις, daydreamlike => ονειρικός,