Greek Meaning of deadheads
επιβάτες
Other Greek words related to επιβάτες
- γαϊδούρια
- κούκλες
- χήνες
- Σκληροί
- Διαφωνίες
- Νόδι
- ξηροί καρποί
- μετοχές
- Γαλοπούλα
- χαζοί
- πουλιά μυαλά
- Φουσκαλοκέφαλοι
- Chowderheads
- θρόμβοι
- κλόουν
- γλωσσίσματα
- κρότοι
- Αμυδρά λαμπάκια
- ντιπς
- Ντόντο
- Αλτήρες
- καραμέλες
- χήνες
- Γκόλεμ
- γκάφες
- μπράβοι
- σφυροκέφαλοι καρχαρίες
- Γαϊδουρια
- σπασμοί
- δύτες
- σβώλοι
- τρελοί
- lunks
- μυώδεις
- Μόμες
- Μογγρέλ
- Φυσικά
- Νιμρώδ
- νουντλς
- μαλάκες
- άθλιος
- με τα χέρια σταυρωμένα
- Απλοί
- σκούνκς
- κομπρέσες
- χοντροκέφαλοι
- ξύλινα κεφάλια
- Yahoos
- ερπετά
- Ντόντο
- τρελοί
- σκάντζοχοιρος
- γελωτοποιοί
- Θηρία
- αγροίκων
- γελωτοποιοί
- αλήτες
- αγροίκοι
- σκύλοι
- διαχυτές
- χαζοβιόλης
- κοιτάζει
- τακούνια
- τρελοί
- Κούπες
- κόνιδες
- αφηρημένος
- φίδια
- βρωμιάρηδες
- κακοί
- γιο-γιο
Nearest Words of deadheads
Definitions and Meaning of deadheads in English
deadheads
a devoted fan of the rock group the Grateful Dead, to remove the faded flowers of (a plant) especially to keep a neat appearance and to promote reblooming by preventing seed production, to make especially a return trip without a load, a faded blossom on a flowering plant, one who has not paid for a ticket, a partially submerged log, to deadhead a plant, a dull or stupid person
FAQs About the word deadheads
επιβάτες
a devoted fan of the rock group the Grateful Dead, to remove the faded flowers of (a plant) especially to keep a neat appearance and to promote reblooming by pr
γαϊδούρια,κούκλες,χήνες,Σκληροί,Διαφωνίες,Νόδι,ξηροί καρποί,μετοχές,Γαλοπούλα,χαζοί
τζίνι,ιδιοφυΐες,εγκέφαλοι,διανοούμενοι,σοφοί,στοχαστές,Διανοούμενοι,μάγοι,πολυμαθείς,Άνδρες της Αναγέννησης
deadens => νεκρώνει, dead-ending => Αδιέξοδο, dead-ended => αδιέξοδος, deadbeats => τεμπέλης, dead presidents => Νεκροί πρόεδροι,