Greek Meaning of hardheads
Σκληροί
Other Greek words related to Σκληροί
- κούκλες
- τρελοί
- γαϊδούρια
- χήνες
- Διαφωνίες
- Νόδι
- ξηροί καρποί
- μετοχές
- Γαλοπούλα
- χαζοί
- πουλιά μυαλά
- Φουσκαλοκέφαλοι
- Chowderheads
- κλόουν
- γλωσσίσματα
- κρότοι
- επιβάτες
- Αμυδρά λαμπάκια
- ντιπς
- Ντόντο
- διαχυτές
- Αλτήρες
- καραμέλες
- χήνες
- Γκόλεμ
- γκάφες
- μπράβοι
- σφυροκέφαλοι καρχαρίες
- Γαϊδουρια
- σπασμοί
- δύτες
- σβώλοι
- lunks
- μυώδεις
- Μόμες
- Μογγρέλ
- Φυσικά
- Νιμρώδ
- κόνιδες
- νουντλς
- μαλάκες
- άθλιος
- με τα χέρια σταυρωμένα
- Απλοί
- κομπρέσες
- χοντροκέφαλοι
- κακοί
- ξύλινα κεφάλια
- Yahoos
- ερπετά
- Ντόντο
- τρελοί
- σκάντζοχοιρος
- γελωτοποιοί
- Θηρία
- αγροίκων
- γελωτοποιοί
- αλήτες
- αγροίκοι
- θρόμβοι
- σκύλοι
- χαζοβιόλης
- κοιτάζει
- τακούνια
- τρελοί
- Κούπες
- αφηρημένος
- σκούνκς
- φίδια
- βρωμιάρηδες
- γιο-γιο
Nearest Words of hardheads
Definitions and Meaning of hardheads in English
hardheads (n)
a weedy perennial with tough wiry stems and purple flowers; native to Europe but widely naturalized
FAQs About the word hardheads
Σκληροί
a weedy perennial with tough wiry stems and purple flowers; native to Europe but widely naturalized
κούκλες,τρελοί,γαϊδούρια,χήνες,Διαφωνίες,Νόδι,ξηροί καρποί,μετοχές,Γαλοπούλα,χαζοί
τζίνι,ιδιοφυΐες,εγκέφαλοι,Διανοούμενοι,διανοούμενοι,σοφοί,στοχαστές,μάγοι,πολυμαθείς,Άνδρες της Αναγέννησης
hard-headed => πεισματάρης, hardheaded => πεισματάρης, hardhead => σκληρό κεφάλι, hard-handed => Σκληροτράχηλος, hardhack => N/A,