Greek Meaning of hardily

μόλις

Other Greek words related to μόλις

Definitions and Meaning of hardily in English

Webster

hardily (adv.)

Same as Hardly.

Boldly; stoutly; resolutely.

FAQs About the word hardily

μόλις

Same as Hardly., Boldly; stoutly; resolutely.

περιπετειωδώς,τολμηρά,τολμηρά,αποφασιστικά,σταθερά,αποφασιστικά,πνευματικά,άκαμπτα,Περιπετειώδης,τολμηρά

Δειλός,διστακτικά,φοβισμένα,ντροπαλά,δειλά,δειλά, δειλά,ανήσυχα,με φόβο,προσεκτικά

hardihood => Ανδρεία, hard-hitting => σκληρός, hardheartedness => Σκληροκαρδία, hard-hearted => Σκληρόκαρδος, hardhearted => σκληρόκαρδος,