Greek Meaning of venturesomely
τολμηρός
Other Greek words related to τολμηρός
- περιπετειωδώς
- τολμηρά
- τολμηρά
- σταθερά
- μόλις
- άκαμπτα
- γενναία
- Περιπετειώδης
- τολμηρά
- τρελά
- αποφασιστικά
- γενναία
- τρελά
- γενναία
- αποφασιστικά
- πνευματικά
- θρασύτατα
- γενναία
- αδιάντροπα
- γενναία
- ανδρείως
- γενναία
- ατρόμητα
- απερίσκεπτα
- απερίσκεπτα
- ηρωικά
- παρορμητικά
- απρόσεκτα
- παρορμητικά
- απρόσεκτα
- ατρόμητα
- γενναία
- βιαστικά
- απερίσκεπτα
- απερίσκεπτα
- γενναία
- ανδρείως
- άγρια
- γενναία
- με θάρρος
- ορμητικά
- με αυτοπεποίθηση
- σταθερά
- γενναία
Nearest Words of venturesomely
Definitions and Meaning of venturesomely in English
venturesomely
involving risk, inclined to court or incur risk or danger, tending to take risks
FAQs About the word venturesomely
τολμηρός
involving risk, inclined to court or incur risk or danger, tending to take risks
περιπετειωδώς,τολμηρά,τολμηρά,σταθερά,μόλις,άκαμπτα,γενναία,Περιπετειώδης,τολμηρά,τρελά
Δειλός,διστακτικά,φοβισμένα,δειλά,ντροπαλά,δειλά,δειλά, δειλά,Χωρίς πνεύμα,ανήσυχα
venoms => Δηλητήρια, venging => εκδικητικός, venged => εκδικημένος, venerations => τιμές, venerably => σεβασμιότατος,