Greek Meaning of heedfully

προσεκτικά

Other Greek words related to προσεκτικά

Definitions and Meaning of heedfully in English

Wordnet

heedfully (r)

in a careful deliberate manner

FAQs About the word heedfully

προσεκτικά

in a careful deliberate manner

ανήσυχα,προσεκτικά,προσεκτικά,με σύνεση,με φόβο,διστακτικά,νευρικά,ντροπαλά,δειλά,δειλά

τολμηρά,γενναία,γενναία,ανδρείως,ατρόμητα,σταθερά,ανδρεία,ηρωικά,ατρόμητα,γενναία

heedful => προσεκτικός, heeded => έδωσε προσοχή, heed => Προσέχω, heebie-jeebies => ανατριχίλα, hedysarum coronarium => Αγριομηδική,