Greek Meaning of hardhearted

σκληρόκαρδος

Other Greek words related to σκληρόκαρδος

Definitions and Meaning of hardhearted in English

Wordnet

hardhearted (a)

lacking in feeling or pity or warmth

Wordnet

hardhearted (s)

devoid of feeling for others

FAQs About the word hardhearted

σκληρόκαρδος

lacking in feeling or pity or warmth, devoid of feeling for others

αμείλικτος,αδίστακτος,προσβλητικός,βίαιος,σκληρόκαρδος,σκληρυμένο στην επιφάνεια,ψυχρός,σκληρός,ζοφερός,σκληρός

φιλάνθρωπος,φιλανθρωπικός,συμπονετικός,ήπιος,ανθρώπινος,ευγενικός,παρακαλώ,ελεήμων,ήπιος,ευαίσθητος

hardheads => Σκληροί, hard-headed => πεισματάρης, hardheaded => πεισματάρης, hardhead => σκληρό κεφάλι, hard-handed => Σκληροτράχηλος,