Greek Meaning of thick-skinned

Παχυδερμικός

Other Greek words related to Παχυδερμικός

Definitions and Meaning of thick-skinned in English

Wordnet

thick-skinned (s)

insensitive to criticism

Webster

thick-skinned (a.)

Having a thick skin; hence, not sensitive; dull; obtuse.

FAQs About the word thick-skinned

Παχυδερμικός

insensitive to criticismHaving a thick skin; hence, not sensitive; dull; obtuse.

αμείλικτος,αδίστακτος,λιθώδης,προσβλητικός,βίαιος,σκληρόκαρδος,σκληρυμένο στην επιφάνεια,ψυχρός,σκληρός,ζοφερός

φιλάνθρωπος,φιλανθρωπικός,συμπονετικός,ήπιος,ανθρώπινος,ευγενικός,παρακαλώ,ελεήμων,ήπιος,ευαίσθητος

thickskin => παχύδερμος, thickset => Χοντρός, thickness => πάχος, thickly settled => πυκνοκατοικημένος, thickly => παχύ,