Greek Meaning of creeps
ερπετά
Other Greek words related to ερπετά
- σκάντζοχοιρος
- κλόουν
- σκύλοι
- σπασμοί
- σκούνκς
- χοίρος
- Ζιζάνια
- βάρβαροι
- Θηρία
- οι αιμορραγούντες
- αγροίκων
- χούλιγκαν
- καργιολάκια
- οι κτήνη
- Μπάσταρδοι
- γερακίνες
- αλήτες
- φυσάει
- αγροίκοι
- Crud
- σκύλοι
- βρωμιά
- finks
- τακούνια
- σκύλοι
- τζόκερ
- ψείρες
- νταήδες
- σπασίκλες
- ενοχλήσεις
- χάπια
- αρουραίοι
- Ερπετά
- σαπίζω
- καθάρματα
- Απατεώνες
- Χαφιές
- λάσπηδες
- φίδια
- χλοοτάπητες
- γιοι όπλων
- βρώμικοι
- βρωμιάρηδες
- φρύνοι
- ενοχλητικά ζωάκια
- κακοί
- ξηροί καρποί
- Γαλοπούλα
- χαζοί
- Σπηλαιάνθρωποι
- ψίχουλα
- διαχυτές
- σπασίκλες
- μπράβοι
- Γαϊδουρια
- θορυβώδεις
- κακούργοι
- κακοποιοί
- Νεάντερταλ
- παράσιτα
- παλιόπαιδα
- απατεώνες
- πετρελαιάδες
- άγριοι
- κρούστες
- φουνταδόροι
- κουβέντες
- απατεώνας
- γουρούνια
- σνομπ
- μύξα
- δεν ξέρω
- του
- ημιμαθείς
- ταλαίπωροι
Nearest Words of creeps
- creeping zinnia => Ζίννια η έρπουσα
- creeping wood sorrel => Ξινόφυλλο το κοινό
- creeping wintergreen => Γαϊδουράγκαθο
- creeping windmill grass => Άγριο σιτάρι
- creeping willow => Ιτιά η κλαίουσα
- creeping thyme => θύμος
- creeping thistle => Κίτρινη ανθρακολακιά
- creeping st john's wort => Υπερικό
- creeping spike rush => Δροσερά
- creeping soft grass => Έρπον μαλακό χορτάρι
Definitions and Meaning of creeps in English
creeps (n)
a disease of cattle and sheep attributed to a dietary deficiency; characterized by anemia and softening of the bones and a slow stiff gait
a feeling of fear and revulsion
FAQs About the word creeps
ερπετά
a disease of cattle and sheep attributed to a dietary deficiency; characterized by anemia and softening of the bones and a slow stiff gait, a feeling of fear an
σκάντζοχοιρος,κλόουν,σκύλοι,σπασμοί,σκούνκς,χοίρος,Ζιζάνια,βάρβαροι,Θηρία,οι αιμορραγούντες
κύριοι,ήρωες,κυρίες,άγγελοι,ηρωίδες,είδωλα,Πρότυπα,Άγιοι
creeping zinnia => Ζίννια η έρπουσα, creeping wood sorrel => Ξινόφυλλο το κοινό, creeping wintergreen => Γαϊδουράγκαθο, creeping windmill grass => Άγριο σιτάρι, creeping willow => Ιτιά η κλαίουσα,