Greek Meaning of hammered out

σφυρηλατημένο

Other Greek words related to σφυρηλατημένο

Definitions and Meaning of hammered out in English

hammered out

to produce or bring about as if by repeated blows, to produce or bring about by persistent effort

FAQs About the word hammered out

σφυρηλατημένο

to produce or bring about as if by repeated blows, to produce or bring about by persistent effort

παρήγαγε,σκαλιστό (από),κατασκευασμένο,δημιούργησε,ανεπτυγμένη,σφυρηλατημένος,έδαφος (εκτός),εκνευρισμένος,επιτεύχθηκε,συντεθειμένος

κατεδαφισμένο,κατεστραμμένος,αποσυναρμολογημένο,κατεδαφισμένος,κατέδαφισε,κατεστραμμένος,βυθισμένο,ανέτρεψε,μη κατασκευασμένος

hammered (away) => σφυρηλάτηση (μακριά), hammer-and-tongs => σφυρί και τανάλια, hammer (away) => σφυρηλατώ, hammed => ζαμπόν, ham-handedness => αδεξιότητα,