FAQs About the word carrying weight

Φέρουσα ικανότητα

to be important or meaningful especially in influencing others

σημαντικό,έννοια,ζύγισμα,Κόψιμο του πάγου,εισαγωγή,σημαντική,προσθέτοντας (σε),επηρεάζοντας,ανέρχεται (σε),σχετικά

No antonyms found.

carrying through => φέρω μέσα, carrying the day => μεταφέροντας την ημέρα, carrying on => συνεχίζοντας, carrying off => μεταφορά, carrying charges => Δαπάνες μεταφοράς,