Greek Meaning of carrying away
παίρνοντας μακριά
Other Greek words related to παίρνοντας μακριά
Nearest Words of carrying away
- carry-cot => Πορτ-μπεμπέ
- carryalls => ταξιδιωτικές τσάντες
- carry the torch (for) => κρατώ τη δάδα (για)
- carry the day => Φέρνω την ημέρα
- carry a torch (for) => κρατώ έναν πυρσό (για)
- carrions => νεκροί
- carries out => εκτελεί
- carries on => συνεχίζει
- carries off => παίρνει
- carried weight => Μεταφερόμενο βάρος
Definitions and Meaning of carrying away in English
carrying away
to arouse strong feelings or enthusiasm in, carry off sense 1, to arouse to a high and often excessive degree of emotion or enthusiasm
FAQs About the word carrying away
παίρνοντας μακριά
to arouse strong feelings or enthusiasm in, carry off sense 1, to arouse to a high and often excessive degree of emotion or enthusiasm
απολαυστικός,μαγευτικός,γοητευτικός,συναρπαστικός,φανταστικό,εκπλήσσω, εντυπωσιάζω,ευχάριστος,ραπ,σαγηνευτικός,ικανοποιητικό
No antonyms found.
carry-cot => Πορτ-μπεμπέ, carryalls => ταξιδιωτικές τσάντες, carry the torch (for) => κρατώ τη δάδα (για), carry the day => Φέρνω την ημέρα, carry a torch (for) => κρατώ έναν πυρσό (για),