FAQs About the word distil

απόσταξη

undergo condensation; change from a gaseous to a liquid state and fall in drops, extract by the process of distillation, undergo the process of distillation, gi

στάξιμο,Αιμορραγώ,ντρίμπλα,σταγόνα,ροή,χύνω,ράνω,Ρεύμα,στάζει,καταρρακτης

Βρύση,ώθηση,καταρράκτης

distichously => δίστιχα, distichous => δίστιχος, distich => δίστιχο, disthronize => εκθρονίζω, disthrone => εκθρονίζω,