Greek Meaning of reconcentrated
επανασυμπυκνωμένος
Other Greek words related to επανασυμπυκνωμένος
- βελτιωμένο
- εμπλουτισμένο
- εξατμισμένος
- εξαγόμενος
- οχυρωμένος
- ενισχυμένο
- εντατικοποιημένος
- συμπυκνωμένο εκ νέου
- μειωμένη
- αφαιρέθηκε
- πλούτισε
- Ενισχυμένο
- βρασμένος
- διευκρίνισε
- καθαρισμένος
- συμπυκνωμένο
- βρασμένος
- deepened
- κοκκινισμένος
- σκληρυμένο
- καθαρίζω
- καθαρισμένος
- εκλεπτυσμένος
- στερεοποιημένο
- Καθαρισμένο
- συμπυκνωμένος
- Συμπυκνωμένο
- αποσταγμένο
- διαρροή
Nearest Words of reconcentrated
- reconcentrating => επανασυγκεντρώνοντας
- reconceptualize => επαναδιατύπωση έννοιας
- reconcile (to) => συμφιλιώνω (με)
- reconcilers => συνδιαλλακτές
- reconciling (to) => συμφιλιώνω
- recondensed => συμπυκνωμένο εκ νέου
- recondensing => επανασυμπύκνωση
- reconditioning => ανακαίνιση
- reconditions => ανακατασκευάζει
- reconfirmation => Επαναβεβαίωση
Definitions and Meaning of reconcentrated in English
reconcentrated
to subject to reconcentration (see reconcentration sense 2), to concentrate further or again
FAQs About the word reconcentrated
επανασυμπυκνωμένος
to subject to reconcentration (see reconcentration sense 2), to concentrate further or again
βελτιωμένο,εμπλουτισμένο,εξατμισμένος,εξαγόμενος,οχυρωμένος,ενισχυμένο,εντατικοποιημένος,συμπυκνωμένο εκ νέου,μειωμένη,αφαιρέθηκε
κόβω,αραιωμένο,αραιωμένος,εξασθενημένος,Νοθευμένο,αραιωμένος
reconceive => επανασχεδιάζω, recomputing => επανυπολογισμός, recomputed => Επαναυπολογίστηκε, recompute => να επαναυπολογίσετε, recompiling => Επανασύνταξη,