Greek Meaning of recommitted

επανασυνδεδεμένοι

Other Greek words related to επανασυνδεδεμένοι

Definitions and Meaning of recommitted in English

recommitted

to commit again, to entrust or consign again, to refer (as a bill) again to a committee, to refer (something, such as a bill) back to a committee

FAQs About the word recommitted

επανασυνδεδεμένοι

to commit again, to entrust or consign again, to refer (as a bill) again to a committee, to refer (something, such as a bill) back to a committee

επιπλωμένος,Σαρακοστή,δανεισμένος,υποβληθεί,δοθείς,προηγμένος,εκχωρηθείς,κληροδοτημένος,αφοσιωμένος,διανεμήθηκε

πραγματοποιήθηκε,κράτησε,Διατηρημένα,αποδεκτό,κρατημένος,κατειλημμένος,υπό ιδιοκτησία,δαιμονισμένος,έλαβε,κρατημένος

recommends => συστήνει, recommendations => συστάσεις, recombining => ανασυνδυαστικός, recombined => Επανασυνδυασμένος, recollections => Αναμνήσεις,