Greek Meaning of recombining
ανασυνδυαστικός
Other Greek words related to ανασυνδυαστικός
- Συγχώνευση
- συνδυάζοντας
- σύζευξη
- Τήξη
- επανένταξη
- ενοποιητικό
- συντακτικός
- συνδεόμενο
- Επανασύνδεση
- επανασύνδεση
- επανένωση
- επανένωση
- ο συμμαχικός
- συναρμολόγηση
- Σύνδεση
- συσσωμάτωση
- συγκέντρωση
- σύγκληση
- συνάντηση
- ένταξη
- γάμος
- συγκόλληση
- συνένωση
- ζυγός
- ομοσπονδούντες
- γειτονικός
- ομαδοποιώντας
- Σύνδεση (προς τα πάνω)
- επανασυγκόλληση
- επανακαθήλωση
- επισκευή
- Αντασφάλιση
- αλυσοποίηση
- σύνθετη
- εθιστικό
- συνδέοντας
- συνάντηση
- διαχυτός
Nearest Words of recombining
Definitions and Meaning of recombining in English
recombining
to undergo recombination, to cause to undergo recombination, to undergo or cause to undergo recombination, to combine again or anew
FAQs About the word recombining
ανασυνδυαστικός
to undergo recombination, to cause to undergo recombination, to undergo or cause to undergo recombination, to combine again or anew
Συγχώνευση,συνδυάζοντας,σύζευξη,Τήξη,επανένταξη,ενοποιητικό,συντακτικός,συνδεόμενο,Επανασύνδεση,επανασύνδεση
αποσπώντας,αποσύνδεσης,αποσυνδέοντας,διαιρών,διαζύγιο,μονωτικός,επίλυση,Κατακερματισμός,διάλυση,διαχωρισμός
recombined => Επανασυνδυασμένος, recollections => Αναμνήσεις, re-collecting => συλλογή, re-collected => επανασυλλεγμένο, recognizes => αναγνωρίζει,