Greek Meaning of resecuring
Αντασφάλιση
Other Greek words related to Αντασφάλιση
- Συγχώνευση
- συνδυάζοντας
- σύζευξη
- επανένταξη
- ενοποιητικό
- συνδεόμενο
- Σύνδεση (προς τα πάνω)
- επανασυγκόλληση
- Επανασύνδεση
- ανασυνδυαστικός
- επανασύνδεση
- επανακαθήλωση
- επισκευή
- επανένωση
- επανένωση
- ο συμμαχικός
- συναρμολόγηση
- Σύνδεση
- συσσωμάτωση
- συγκέντρωση
- σύγκληση
- Τήξη
- συνάντηση
- ένταξη
- γάμος
- συνάντηση
- συνένωση
- ομοσπονδούντες
- γειτονικός
- συντακτικός
- ομαδοποιώντας
- διαχυτός
- αλυσοποίηση
- σύνθετη
- ωτο-στόπ
- εθιστικό
- συνδέοντας
- συγκόλληση
- ζυγός
Nearest Words of resecuring
Definitions and Meaning of resecuring in English
resecuring
to secure (something) again, to attach or close (something) firmly or tightly again, to make (something) safe again especially against danger or loss
FAQs About the word resecuring
Αντασφάλιση
to secure (something) again, to attach or close (something) firmly or tightly again, to make (something) safe again especially against danger or loss
Συγχώνευση,συνδυάζοντας,σύζευξη,επανένταξη,ενοποιητικό,συνδεόμενο,Σύνδεση (προς τα πάνω),επανασυγκόλληση,Επανασύνδεση,ανασυνδυαστικός
αποσπώντας,αποσύνδεσης,αποσυνδέοντας,διαιρών,διαζύγιο,μονωτικός,επίλυση,Κατακερματισμός,απόσυνδεση,διάλυση
resecured => εξασφαλίστηκε εκ νέου, resecure => Ασφάλιση και πάλι, researchist => ερευνητής, researching => ερευνητική, researches => έρευνες,