Greek Meaning of resecuring

Αντασφάλιση

Other Greek words related to Αντασφάλιση

Definitions and Meaning of resecuring in English

resecuring

to secure (something) again, to attach or close (something) firmly or tightly again, to make (something) safe again especially against danger or loss

FAQs About the word resecuring

Αντασφάλιση

to secure (something) again, to attach or close (something) firmly or tightly again, to make (something) safe again especially against danger or loss

Συγχώνευση,συνδυάζοντας,σύζευξη,επανένταξη,ενοποιητικό,συνδεόμενο,Σύνδεση (προς τα πάνω),επανασυγκόλληση,Επανασύνδεση,ανασυνδυαστικός

αποσπώντας,αποσύνδεσης,αποσυνδέοντας,διαιρών,διαζύγιο,μονωτικός,επίλυση,Κατακερματισμός,απόσυνδεση,διάλυση

resecured => εξασφαλίστηκε εκ νέου, resecure => Ασφάλιση και πάλι, researchist => ερευνητής, researching => ερευνητική, researches => έρευνες,