Greek Meaning of splicing
συγκόλληση
Other Greek words related to συγκόλληση
- ο συμμαχικός
- συναρμολόγηση
- αλυσοποίηση
- συσσωμάτωση
- σύνθετη
- ωτο-στόπ
- εθιστικό
- συνδυάζοντας
- συγκέντρωση
- σύγκληση
- σύζευξη
- Τήξη
- συνάντηση
- συνδέοντας
- συνάντηση
- επανένταξη
- ζυγός
- ομοσπονδούντες
- συνδεόμενο
- ομαδοποιώντας
- ανασυνδυαστικός
- επανασύνδεση
- επανένωση
- Σύνδεση
- Συγχώνευση
- ένταξη
- γάμος
- ενοποιητικό
- συνένωση
- γειτονικός
- συντακτικός
- διαχυτός
- Σύνδεση (προς τα πάνω)
- επανένωση
Nearest Words of splicing
Definitions and Meaning of splicing in English
splicing (n)
a junction where two things (as paper or film or magnetic tape) have been joined together
FAQs About the word splicing
συγκόλληση
a junction where two things (as paper or film or magnetic tape) have been joined together
ο συμμαχικός,συναρμολόγηση,αλυσοποίηση,συσσωμάτωση,σύνθετη,ωτο-στόπ,εθιστικό,συνδυάζοντας,συγκέντρωση,σύγκληση
αποσύνδεσης,διαιρών,μονωτικός,χωρισμό,διαχωρίζοντας,διαχωρισμός,σχίση,χωρίζοντας,τμηματοποίηση,αποσπώντας
splicer => συνδετής, splice => Σύνδεση, splenomegaly => σπληνομεγαλία, splenius muscle => Σπλήνιος μυς, splenius => σπληνικός,