Greek Meaning of researchist

ερευνητής

Other Greek words related to ερευνητής

Definitions and Meaning of researchist in English

researchist

one engaged in research

FAQs About the word researchist

ερευνητής

one engaged in research

ιδρυτής,γεννήτρια,Ιδρυτής,πρωτοπόρος,ερευνητής,συγγραφέας,πατέρας,κατασκευαστής,δημιουργός,Σχεδιαστής

διάφραγμα,φωτοτυπικό μηχάνημα,πολυγραφικό μηχάνημα,Μιμητής,μιμητής,μιμητής

researching => ερευνητική, researches => έρευνες, researchers => ερευνητές, researched => Ερευνημένος, rescues => διασώσεις,