Greek Meaning of researcher
ερευνητής
Other Greek words related to ερευνητής
Nearest Words of researcher
- research worker => Ερευνητής
- research staff => Ερευνητικό προσωπικό
- research rocket => Πύραυλος έρευνας
- research project => ερευνητικό πρόγραμμα
- research laboratory => Ερευνητικό εργαστήριο
- research lab => Ερευνητικό εργαστήριο
- research facility => ερευνητική εγκατάσταση
- research director => Διευθυντής έρευνας
- research colloquium => Ερευνητικό συνέδριο
- research center => Κέντρο έρευνας
Definitions and Meaning of researcher in English
researcher (n)
a scientist who devotes himself to doing research
researcher (n.)
One who researches.
FAQs About the word researcher
ερευνητής
a scientist who devotes himself to doing researchOne who researches.
ερευνητής,εξεταστής,παρατηρητής,Εμπειριστής,ερευνητής γεγονότων,επιθεωρητής,Παρακολούθηση
No antonyms found.
research worker => Ερευνητής, research staff => Ερευνητικό προσωπικό, research rocket => Πύραυλος έρευνας, research project => ερευνητικό πρόγραμμα, research laboratory => Ερευνητικό εργαστήριο,