Greek Meaning of duplicator
πολυγραφικό μηχάνημα
Other Greek words related to πολυγραφικό μηχάνημα
Nearest Words of duplicator
Definitions and Meaning of duplicator in English
duplicator (n)
apparatus that makes copies of typed, written or drawn material
FAQs About the word duplicator
πολυγραφικό μηχάνημα
apparatus that makes copies of typed, written or drawn material
φωτοτυπικό μηχάνημα,διάφραγμα,μιμητής,Μιμητής,μιμητής
συγγραφέας,εφευρέτης,δημιουργός,Σχεδιαστής,προγραμματιστής,πατέρας,συνθέτης,γεννήτρια,Καινοτόμος,εισαγωγέας
duplicative => διπλότυπο, duplication => διπλοτυπία, duplicating => αντιγραφή, duplicated => διπλότυπο, duplicate => αντίγραφο,