FAQs About the word duplicative

διπλότυπο

Having the quality of duplicating or doubling., Having the quality of subdividing into two by natural growth.

επαναλαμβανόμενος,περιττός,επαναλαμβανόμενος,επαναληπτικό

No antonyms found.

duplication => διπλοτυπία, duplicating => αντιγραφή, duplicated => διπλότυπο, duplicate => αντίγραφο, duplicatable => ανετγνώριμo,