Greek Meaning of solidified
στερεοποιημένο
Other Greek words related to στερεοποιημένο
- κατεψυγμένο
- σκληρυμένο
- άκαμπτος
- μπετονένιος
- πηγμένο
- κρυσταλλικός
- κρυσταλλωμένος
- εδραιωμένο
- ζελατινώδης
- σκληρυμένος
- σετ
- Ανόπτηση
- κολλημένο
- ασβεστοποιημένος
- Καλλωμένο
- σκληρυμένο στην επιφάνεια
- πηγμένος
- πηγμένος
- με κρούστα
- Ζελατινώδης
- Ζελατινοποιημένο
- επενδεδυμένος
- Ζελατινοποιημένος
- ζελατινώδης
- Οστεοποιημένος
- απολιθωμένος
- ακαμπτοποιημένος
- θερμικός
- πηκτωμένο
Nearest Words of solidified
- solidification => πήξη
- solid-hoofed => Συμπαγής οπλή
- solid-drawn => Κυκλοσωληνωτό
- solid-coloured => Μονόχρωμο
- solid-colored => μονοχρωματικός
- solidarity => Αλληλεγγύη
- solidago sempervirens => Χρυσόβεργες
- solidago rugosa => Σολιδάγο η τραχεία
- solidago odora => Χρυσόβεργα η μυρωδάτη
- solidago nemoralis => Χρυσόβεργα δασική
Definitions and Meaning of solidified in English
solidified (s)
changed into a solid mass
FAQs About the word solidified
στερεοποιημένο
changed into a solid mass
κατεψυγμένο,σκληρυμένο,άκαμπτος,μπετονένιος,πηγμένο,κρυσταλλικός,κρυσταλλωμένος,εδραιωμένο,ζελατινώδης,σκληρυμένος
διαλυμένος,Υγροποιημένο,Λιωμένο,μαλακωμένο,λειωμένος,Υγροποιημένο,λιωμένο,αποψυγμένο,υγροσκοπικός,τήξης
solidification => πήξη, solid-hoofed => Συμπαγής οπλή, solid-drawn => Κυκλοσωληνωτό, solid-coloured => Μονόχρωμο, solid-colored => μονοχρωματικός,