Greek Meaning of rigidified

ακαμπτοποιημένος

Other Greek words related to ακαμπτοποιημένος

Definitions and Meaning of rigidified in English

rigidified

to make rigid, to become rigid

FAQs About the word rigidified

ακαμπτοποιημένος

to make rigid, to become rigid

ασβεστοποιημένος,πηγμένος,κρυσταλλικός,κρυσταλλωμένος,Ζελατινοποιημένο,ζελατινώδης,Οστεοποιημένος,απολιθωμένος,άκαμπτος,πηκτωμένο

διαλυμένος,Υγροποιημένο,μαλακωμένο,λειωμένος,Υγροποιημένο,Λιωμένο,λιωμένο,αποψυγμένο,υγροσκοπικός,τήξης

right-wings => Δεξιοί, right-wingers => Δεξιοί, rights => δικαιώματα, right-of-way => προτεραιότητα, right-mindedness => Ευθυκρισία,