Greek Meaning of gelatinized

Ζελατινοποιημένο

Other Greek words related to Ζελατινοποιημένο

Definitions and Meaning of gelatinized in English

gelatinized

the process of converting into a gelatinous form or into a jelly

FAQs About the word gelatinized

Ζελατινοποιημένο

the process of converting into a gelatinous form or into a jelly

πηγμένος,πηγμένο,κατεψυγμένο,ζελατινώδης,ζελατινώδης,άκαμπτος,κολλημένο,πηγμένος,συσσωματωμένος,Συμπυκνωμένο

τήξης,λειωμένος,Υγροποιημένο,Υγροποιημένο,Λιωμένο,αποψυγμένο,υγροσκοπικός

gelating => Ζελατίνη, gelates => Τζελάτο, gelated => Ζελατινώδης, gelate => παγωτό, Gehennas => Γέεννα,