FAQs About the word gelatinizing

πήξη

the process of converting into a gelatinous form or into a jelly

πηκτικός,κατάψυξη,γέλωση,Γελοποίηση,ενδυνάμωση,σβώλιασμα,Πήξη,συσσωμάτωση,συμπύκνωση,πήζω

ροή,Τήξη,υγροποιώντας,τήξη,Απόψυξη,υγροσκοπικός,υγροποιών

gelatinizes => πήζει, gelatinized => Ζελατινοποιημένο, gelating => Ζελατίνη, gelates => Τζελάτο, gelated => Ζελατινώδης,